χωροστάθμηση

χωροστάθμηση
η
η πράξη του χωροσταθμώ, η ανεύρεση του υψομέτρου σημείων της γης με ειδικά όργανα, η υψομέτρηση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χωροστάθμηση — η, Ν (γεωδ.) η μέτρηση τών υψομετρικών διαφορών μεταξύ τών διαφόρων σημείων ορισμένης εδαφικής έκτασης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χώρος + στάθμη + κατάλ. ση. Η λ., στον λόγιο τ. χωροστάθμησις, μαρτυρείται από το 1858 στον Λ. Καφταντζόγλου] …   Dictionary of Greek

  • χωροσταθμητής — ο, Ν επιστήμονας ή τεχνικός ειδικός στη χωροστάθμηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χωροσταθμώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • χωροσταθμικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χωροστάθμηση («χωροσταθμικά όργανα» β. «χωροσταθμική επιφάνεια»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χωροστάθμη. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Αν. Σούλη] …   Dictionary of Greek

  • χωροσταθμώ — Ν εκτελώ χωροστάθμηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χωροστάθμη. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Αν. Σούλη] …   Dictionary of Greek

  • χωροσταθμώ — ησα, κάνω χωροστάθμηση, μετρώ το ύψος διάφορων σημείων της επιφάνειας της γης με ειδικά όργανα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”